- καρποφόρος
- καρποφόρος, -ον1 fruit bearing
καρποφόρου Λιβύας P. 4.6
καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καρποφόρου Λιβύας P. 4.6
καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καρποφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρος — ο θηλ. και α (AM καρποφόρος, ον) αυτός που παράγει καρπούς, ο εύφορος, ο γόνιμος («πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρποφόροι», Ξεν.) νεοελλ. 1. ο αποτελεσματικός 2. ο επικερδής, ο ωφέλιμος αρχ. 1. (για χώρες) αυτός που παράγει άφθονα γεωργικά… … Dictionary of Greek
καρποφόρος — α, ο 1.αυτός που παράγει καρπούς, καρπερός, γόνιμος: Τα χωράφια αυτά είναι καρποφόρα. 2. προσοδοφόρος, επικερδής: Η επιχείρηση αυτή αποδείχτηκε καρποφόρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρποφόροιο — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen sg (epic) καρποφόρος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόροις — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat pl καρποφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόροισιν — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) καρποφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρον — καρποφόρος masc/fem acc sg καρποφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρου — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen sg καρποφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρους — καρπόφορος fruit bearing masc/fem acc pl καρποφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρων — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen pl καρποφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρῳ — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat sg καρποφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)